μολοσσίς

μολοσσίς
μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, -ίδος, ἡ (Α) βλ. μολοσσός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μολοσσίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίδα — Μολοσσίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίδι — Μολοσσίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίδος — Μολοσσίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • Μολοττίδας — Μολοσσίδας , Μολοσσίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττίδος — Μολοσσίδος , Μολοσσίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”